- εὐπαρρησίαστος
- εὐπαρρησίαστοςspeaking with bold freedommasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπαρρησίαστος — η, ο (ΑΜ εὐπαρρησίαστος, ον) αυτός που μιλά με παρρησία, ελευθερόστομος, θαρραλέος, άφοβος αρχ. 1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να μιλά με παρρησία 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐπαρρησίαστον ελευθεροστομία. επίρρ... εὐπαρρησιάστως (ΑΜ) με… … Dictionary of Greek
εὐπαρρησιάστως — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom adverbial εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρρησίαστον — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc/fem acc sg εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρρησιαστότεροι — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρρησιάστου — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρρησιάστους — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρρησιάστῳ — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρρησίαστοι — εὐπαρρησίαστος speaking with bold freedom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благодьрзьнъ — (1*) пр. Откровенный, прямодушный: аще ˫асть осоудитьсѩ. и въ тѣхъ бл҃говѣстьнъ боудеть. и бл҃годьрзьнъ по своѥмоу въспоминанию. вьсѩкъ пристоупа˫аи къ б҃оу. (εὐπαῤῥησίαστος) КЕ XII, 223б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)